- θαυμαστός
- η , ό[ν] удивительный, изумительный; восхитительный, замечательный, чудесный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαυμαστός — wonderful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστός — ή, ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, ή, όν) [θαυμάζω] αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ. β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ. γ … Dictionary of Greek
θαυμαστότερον — θαυμαστός wonderful adverbial comp θαυμαστός wonderful masc acc comp sg θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμαστά — θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc pl (ionic) θωμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc/acc dual (ionic) θωμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμαστότερον — θαυμαστός wonderful adverbial comp (ionic) θαυμαστός wonderful masc acc comp sg (ionic) θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωυμαστά — θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc pl (ionic) θωυμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc/acc dual (ionic) θωυμαστά̱ , θαυμαστός wonderful fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστοτέρων — θαυμαστός wonderful fem gen comp pl θαυμαστός wonderful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστόν — θαυμαστός wonderful masc acc sg θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστότατα — θαυμαστός wonderful adverbial superl θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστότατον — θαυμαστός wonderful masc acc superl sg θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωμαστόν — θαυμαστός wonderful masc acc sg (ionic) θαυμαστός wonderful neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)